Η τιμολόγηση του άνθρακα είναι ένα μέσο που αποτυπώνει το εξωτερικό κόστος των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Πρόκειται για κόστος που πληρώνεται από το κοινό, και αφορά ενδεικτικά σε ζημίες στις καλλιέργειες, στο κόστος υγειονομικής περίθαλψης από τα κύματα καύσωνα και την ξηρασία και στην απώλεια περιουσίας από πλημμύρες ή από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας. Αυτές οι ζημίες συνδέονται με τις πηγές τους μέσω της τιμής του διοξείδιου του άνθρακα (CO2) που εκπέμπεται. Η τιμολόγηση του άνθρακα συμβάλλει στη μετατόπιση του κόστους της ζημίας από τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου σε εκείνους που είναι υπεύθυνοι για αυτές τις εκπομπές.
Λειτουργεί με τον εξής τρόπο Αντί να υπαγορεύουν ποιος πρέπει να μειώσει τις εκπομπές άνθρακα, επιβάλλεται μια τιμή άνθρακα παρέχοντας ένα οικονομικό μήνυμα στους εκπομπούς που τους επιτρέπει να επιλέξουν είτε να αλλάξουν τις δραστηριότητές τους και να μειώσουν τις εκπομπές τους, είτε να συνεχίσουν να εκπέμπουν και να πληρώνουν για τις εκπομπές τους. Με τον τρόπο αυτό, ο συνολικός περιβαλλοντικός στόχος επιτυγχάνεται με τον πιο ευέλικτο και λιγότερο δαπανηρό τρόπο για την κοινωνία.
Η επιβολή μιας επαρκούς τιμής για τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου έχει θεμελιώδη σημασία για την εσωτερίκευση του εξωτερικού κόστους της κλιματικής αλλαγής στο ευρύτερο δυνατό φάσμα λήψης οικονομικών αποφάσεων και για τον καθορισμό οικονομικών κινήτρων για καθαρή περιβαλλοντική ανάπτυξη. Πιο συγκεκριμένα, μπορεί να συμβάλει στην κινητοποίηση των χρηματοδοτικών επενδύσεων που απαιτούνται για την τόνωση της καθαρής τεχνολογίας και της καινοτομίας στην αγορά, τροφοδοτώντας νέους παράγοντες οικονομικής ανάπτυξης χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.
Η τιμολόγηση του άνθρακα μπορεί να λάβει διαφορετικές μορφές και σχήματα. Εξετάζοντας τη περίπτωση του συστήματος εμπορίας εκπομπών (ΣΕΔΕ), που αποτελεί μια από τις διαφορετικές προσεγγίσεις τιμολόγησης του άνθρακα, ένα (ΣΕΔΕ), παρέχει ως μέσο βεβαιότητα σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, διατηρώντας ευέλικτη τιμή που μεταβάλλεται.
Άλλη προσέγγιση αποτελεί ο φόρος άνθρακα, ο οποίος εγγυάται μεν την σταθερή τιμή του άνθρακα στο οικονομικό σύστημα έναντι όμως ενός αβέβαιου περιβαλλοντικού αποτελέσματος. Άλλοι κύριοι τύποι μηχανισμών αντιστάθμισης της τιμολόγησης του άνθρακα, είναι η χρηματοδότηση για το κλίμα βάσει αποτελεσμάτων (RBCF) και οι εσωτερικές τιμές άνθρακα όπως αυτές καθορίζονται από τους διάφορους οργανισμούς.
Πιο συγκεκριμένα, το σύστημα εμπορίας εκπομπών (ΣΕΔΕ) είναι ένα σύστημα όπου οι εκπομποί μπορούν να εμπορεύονται μονάδες εκπομπών για την επίτευξη των στόχων τους. Για να συμμορφωθούν με τους στόχους εκπομπών που θέτουν, οι επιχειρήσεις μπορούν είτε να εφαρμόσουν μέτρα εσωτερικής μείωσης είτε να αποκτήσουν μονάδες εκπομπών στην αγορά άνθρακα, ανάλογα με το τι από τα δυο τους συμφέρει οικονομικά. Η αγοραία τιμή των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου διαμορφώνεται με βάση το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης ενώ η λειτουργία του ΣΕΔΕ βασίζεται στη θέσπιση ενός ανώτατου ορίου εκπομπών το οποίο θα διανεμηθεί, δωρεάν ή μέσω πλειστηριασμών, στη συνέχεια στις επιχειρήσεις οι οποίες είτε θα χρησιμοποιήσουν το ποσοστό των δικαιωμάτων εκπομπών που τους κατανεμήθηκε είτε θα το εμπορευτούν. Σύμφωνα με την Επιτροπή, Το ανώτατο όριο εκπομπών διασφαλίζει την επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων και η εμπορευσιμότητα των δικαιωμάτων εξασφαλίζει ότι οι μειώσεις αυτές επιτυγχάνονται με οικονομικά αποδοτικό τρόπο.
Άλλος τρόπος τιμολόγησης του άνθρακα είναι μέσω της επιβολής ενός φόρου άνθρακα που καθορίζει άμεσα μια τιμή για τον άνθρακα με τη θέσπιση ενός ρητού φορολογικού συντελεστή για τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου ή μια τιμή που αντιπροσωπεύει την περιεκτικότητα των ορυκτών καυσίμων σε άνθρακα, δηλαδή μια τιμή ανά tCO2e. Η διαφορά σε σχέση με ένα ΣΕΔΕ, έγκειται στο ότι το αποτέλεσμα της μείωσης των εκπομπών ενός φόρου άνθρακα δεν είναι προκαθορισμένο, ενώ η τιμή του άνθρακα είναι.
Το ερώτημα που τίθεται αφορά στην εξέλιξη της τιμής του άνθρακα η οποία υπέστη σημαντική πτώση, δεδομένης της διαπίστωσης ανάγκης για την αντιμετώπιση του πλεονάσματος των δικαιωμάτων που δεν χρησιμοποιήθηκαν. Γι’ αυτό, θεσπίστηκε το μέτρο της δημιουργίας ενός αποθεματικού για τη σταθερότητα της αγοράς από το 2019. Στο πλαίσιο της επανεξέτασης του αποθεματικού για τη σταθερότητα της αγοράς, προτάθηκαν ορισμένες αλλαγές λαμβάνοντας υπόψη ότι η λειτουργία του εν λόγω αποθεματικού περιορίζει κατά πολύ το ρόλο της Επιτροπής διαθέτοντας δικούς του κανόνες. Η κύρια πρόταση προβλέπει μια αλλαγή πάνω στην επιβολή μηχανισμού που τοποθετεί αυτόματα τα δικαιώματα στο αποθεματικό ή που τα αφαιρεί αν το όριο που έχει τεθεί ξεπεραστεί. Πρόκειται για την υιοθέτηση ενός ομαλού ρυθμού στην ενσωμάτωση των δικαιωμάτων στο αποθεματικό όταν αυτά πλησιάζουν το ορισθέν όριο.
Comments